καταστομώ

καταστομώ
καταστομῶ, -όω (Μ)
1. οξύνω την κόψη, κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, κοφτερό
2. παθ. καταστομοῡμαι, -όομαι
αποκτώ οξεία ακμή ή αιχμή, γίνομαι κοφτερός, αιχμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + στομῶ «ακονίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”